- ασυμφώνιστος
- η , ο1) нанятый на работу без соглашения о размере оплаты; 2) см. απαζάρευτος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασυμφώνητος — ασυμφώνητος, η, ο και ασυμφώνιστος, η, ο επίρρ. α αυτός για τον οποίο δεν έγινε συμφωνία, παζάρεμα: Του έδωσε τη δουλειά ασυμφώνητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)